- πατριαρχική
- πατριαρχικόςfatherfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατριαρχικῇ — πατριαρχικός father fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατριαρχικός — ή, ό / πατριαρχικός, ή, όν, ΝΜΑ [πατριάρχης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατριάρχη (α. «πατριαρχικός θρόνος» β. «πατριαρχικόν σιγίλλιον» γ. «πατριαρχική ράβδος») 2. αυτός που ανήκει στην κατά πάτριες οργάνωση τής κοινωνίας, στην πατριαρχία … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
πολιτιστικοί κύκλοι — Μέθοδος ταξινόμησης των πολιτιστικών εποικοδομημάτων, που στηρίζεται στην αναγνώριση των διαφορετικών παραδόσεων, εθίμων, συστημάτων οικονομικής και κοινωνικής ζωής, που δημιούργησαν οι διάφοροι λαοί. Παρουσιάστηκε στην αρχή του αιώνα από… … Dictionary of Greek
γεροντισμός — Η σωματική και διανοητική κατάσταση, αλλά και οι γεροντικές συνήθειες. Γ. ονομάζεται επίσης το πολιτικό σύστημα, στο οποίο την αρχή έχουν οι γέροι, γνωστό και ως γεροντοκρατία. (Εκκλ.) Διοικητικό σύστημα του οικουμενικού πατριαρχείου της… … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
πατριά — Στην εθνολογία χαρακτηρίζεται η μεγάλη πατριαρχική οικογένεια και, κατόπιν, ένας τύπος στοιχειώδους κοινωνικής οργάνωσης. Η π. (στη διεθνή ορολογία αναφέρεται συχνά με τη σκοτική λέξη clan) συγκέντρωνε όλες τις οικογένειες που έχουν μεταξύ τους… … Dictionary of Greek
πατριαρχία — Τύπος κοινωνικής οργάνωσης στον οποίο την κυριαρχία και την εξουσία την έχει ο πατέρας. Η π. στους ιστορικούς χρόνους τείνει να γίνει προοδευτικά η επικρατέστερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης, αντικαθιστώντας τη μητριαρχία. Σημαντικότατο ιστορικό… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
τρίπολη — I Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αρκαδίας και της επαρχίας Μαντινείας. Χτισμένη στους πρόποδες του Μαινάλου (υψόμ. 663 μ.) σε σχέδιο των Βαβαρών (1836) και περικλειόμενη από διαδοχικά ορεινά συγκροτήματα, στο κέντρο σχεδόν της… … Dictionary of Greek